- φθιωτικός
- -ή, -ό / φθιωτικός, -ή, -όν, ΝΑ [Φθιώτης]νεοελλ.αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από την Φθιώτιδααρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Φθία, πόλη τής Θεσσαλίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθιωτικός — to Phthia masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθιωτικά — φθιωτικός to Phthia neut nom/voc/acc pl φθιωτικά̱ , φθιωτικός to Phthia fem nom/voc/acc dual φθιωτικά̱ , φθιωτικός to Phthia fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθιωτικοί — φθιωτικός to Phthia masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθιωτική — φθιωτικός to Phthia fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθιωτικήν — φθιωτικός to Phthia fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθιωτικῷ — φθιωτικός to Phthia masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθιωτικῶι — φθιωτικῷ , φθιωτικός to Phthia masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)